- άδαστος
- ἄδαστος, -ον (Α)αμοίραστος, αμέριστος, αδιανέμητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + *δαστός (πρβλ. μυκηναϊκό e-pi-da-to, «ἐπίδαστος») < ἐδασάμην, δάσασθαι, αόρ. τού δατέομαι (= μοιράζομαι κάτι με κάποιον άλλο, κόβω σε τεμάχια, σχίζω)].
Dictionary of Greek. 2013.